μικρονησιακός

μικρονησιακός
-ή, -ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μικρονησία ή στους Μικρονησίους
2. φρ. «μικρονησιακή γεωγραφική φυλή»
εθνολ. ομάδα ανθρώπινων πληθυσμών που ζουν στις νησιωτικές συστάδες Μαριάνες, Καρολίνες, Μάρσαλ, Κιριμπάτι και στο νησί Ναούρου τού νοτιοδυτικού Ειρηνικού Ωκεανού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”